-
1 ῥαψ-ῳδέω
ῥαψ-ῳδέω, ein Rhapsode sein, d. i. die Gedichte Anderer als ein Rhapsode vortragen; Plat. Ion 541 b; Ὅμηρον, Rep. X, 600 d; ῥαψῳδεῖν ἔσται τοῖς παιδαρίοισιν τοὺς ἀνδρείους, Ar. Eccl. 678; ῥαψῳδεῖσϑαι τὰ ἔπη, Lycurg. 102; zuweilen auch von eigenen Gedichten, D. L. 9, 18; – übh. etwas auswendig Gelerntes hersagen, bes. mit dem tadelnden Nebenbegriffe des mechanischen Herplapperns, ohne lebendigen Antheil an dem Vorgetragenen zu nehmen, bes. von Plato's Zeit an (vgl. ῥαψῳδός), unnützes Geschwätz treiben, οἱ ῥαψῳδούμενοι λόγοι, Plat. Phaedr. 277 e, wo Heind. zu vgl.; μάτην ἐῤῥαψῳδηκότες, Dem. 25, 2, vgl. 14, 12; Sp., wie Luc. Cont. 7 Pisc. 3 u. öfter.
-
2 ραψωδεω
[ῥάπτω]1) быть рапсодом Plat.ῥ. τι περί τινος Luc. — повествовать что-л. о чем-л.
3) воспевать, прославлять(τοὺς ἀνδρείους Arph.)
4) презр. говорить по-заученному Dem.λόγοι ῥαψῳδούμενοι Plat. — заученные речи
-
3 ῥαψῳδέω
A recite poems, esp. those of Homer, τί δή ποτ' οὖν.. ῥαψῳδεῖς.. περιιών; Pl. Ion 541b; ἅ τε εὖ ῥαψῳδεῖ καὶ ἃ μή ib. 533c, cf. Isoc. 12.33; of the poems of Archilochus, Clearch.61;τι περί τινος Luc. JConf.1
:—[voice] Pass., of the poems, to be recited, Lycurg.102.2 abs., Arist.Po. 1462a6; of Homer and Hesiod, ῥ. περιιόντας reciting or declaiming, Pl.R. 600d;Ξενοφάνης.. ἐρραψῴδει τὰ ἑαυτοῦ D.L.9.18
;ἐμμέτρως ἐρρ. πρὸς ἄνδρας φίλους Luc.Nec.1
.3 in contemptuous sense, repeat by heart or rote, declaim,οὐδὲν.. ἀλλ' ἢ ῥαψῳδήσουσιν οἱ πρέσβεις περιιόντες D.14.12
, cf. 25.2, Luc.DMort.15.2; [λόγοι] ῥαψῳδούμενοι ἄνευ ἀνακρίσεως καὶ διδαχῆς Pl.Phdr. 277e
, cf. Phld.Rh.2.39S.II c. acc. pers., sing of one, celebrate,τοὺς ἀνδρείους Ar.Ec. 679
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαψῳδέω
-
4 χρῶμα
II colour, esp. of the skin or body, complexion, Hdt.2.32, 3.101, Hp. Aph.4.40, etc.;χρῶμα ἀλλάξαι E.Ph. 1246
, cf. Men.Epit. 466;μεθιστάναι τοῦ χρώματος Ar.Eq. 399
(lyr.);τὸ χ. διακεκναις μένος Id.Nu. 120
; παντοδαπὰ ἠφίει χρώματα changed colour continually, Pl.Ly. 222b; χ. διαμένον an unchanging colour (of the face), Nicol.Com.1.28; so of animals, x.Cyn.4.7.2 generally, colour, Gorg. ap. S.E.M. 7.85; defined by Zeno Stoic.1.26; χρώματα βάπτειν use pigments for dyeing, Pl.R. 429e; ἐκ τῶν χρωμάτων καὶ σχημάτων θεωρεῖν, i.e. look to the outside only, ib. 601a;διὰ τῶν χ. ἀπεικάζειν X.Mem.3.10.1
;χρώμασι καὶ σχήμασι μιμεῖσθαι Arist.Po. 1447a18
; περὶ χρωμάτων, title of treatise by Arist.;ἐναλείφειν τοῖς χ. Id.GA 743b24
;χρωμάτων κρᾶσις Luc.Zeux.5
; χρώματος ἔντριψις, of cosmetics, X. Cyr.1.3.2; ; of medicines, .IV complexion, character of style in writing, χρώματα [λέξεως] (of τὸ στριφνόν, τὸ τυκνόν, etc.) D.H.Amm.2.2;ποιητικῆς χρώματα Phld.Mus.p.84K.
, cf. Hermog.Id.1.12.2 metaph. in pl., ornaments, embellishments,ἀλλοτρίοις χ. καὶ κόσμοις Pl.Phdr. 239d
, cf. Grg. 465b; also of style or language, D.H.Comp. 20; of Music,γυμνωθέντα.. τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν τοιητῶν Pl.R. 601b
.3 in Music, a modification of the simplest music:τὰ μέλη μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν ὡς εὖ κέκραται Antiph.209.4
;χρώματα εὔχροα ἐκιθάρισε Philoch.66
:but esp.b chromatic scale or music, in PHib.1.13.22, cf. Cleonid.Harm.3, Bacch.Harm.23, etc.: χ.μαλακόν, ἡμιόλιον, τονιαῖον, Cleonid.Harm.7.4 Rhet., complexion, colourable pretence, Hermog.Stat.1,3(pl.), Arg.D.19<*>12.V of the factions in the Circus at Constantinople, Agath.5.14,21.VI Astrol., = χρόα1.3, complexion of heavenly bodies, Phld.D.3.9, Vett. Val.107.26.
См. также в других словарях:
Γέτες — Αρχαίος λαός θρακικής καταγωγής, που κατοικούσε στην ευρωπαϊκή Σκυθία, ανάμεσα στον ποταμό Δούναβη προς Β και στην οροσειρά του Αίμου προς Ν. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Γ. πιο δίκαιους και ανδρείους από τους Θράκες. Οι Γ. πίστευαν στην… … Dictionary of Greek
βαρόνος — Τίτλος ευγενείας. Ο όρος προήλθε από την κελτική ή γερμανική λέξη baro, που σημαίνει άνθρωπος. Στα φιλολογικά κείμενα και τα ποιητικά έργα του 12ου και 13ου αι., ο τίτλος υπάρχει και αποδίδεται στους ανδρείους, τους ισχυρούς, τους άγιους και στον … Dictionary of Greek
σώφρων — Μιμογράφος του 5ου π.Χ. αι., που έζησε στις Συρακούσες και έγραψε σε αρχαία δωρική μίμους, διακωμωδώντας τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Από τα έργα του σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Τα έργα του χωρίζονται σε Μίμους ανδρείους, που αναφέρονται … Dictionary of Greek
Καλαμίδας, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821 από τη Μιτζέλα της Θεσσαλίας. Ήταν πρόκριτος και πλούσιος γαιοκτήμονας. Στις αρχές του 19ου αι. είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Αλή πασά, τα τσιφλίκια του οποίου επιτρόπευε στην ανατολική Θεσσαλία. Λόγω της θέσης του, το 1807 … Dictionary of Greek
Καπανεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας του Άργους, ήταν γιος του Ιππονόου και της Αστυνόμης, καθώς και ανιψιός του Άδραστου από τη μητέρα του. Υπήρξε ένας από τους πιο ανδρείους και πιο τολμηρούς πολεμιστές στην εκστρατεία των Επτά επί Θήβαις. Κυρίευσε την… … Dictionary of Greek
VERECUNDIA demissi oris — in Heroibus et Heroinis, celebrata passim apud Poetas, indicio virtutis modestiaeque. Unde Statius de Violantilla, l. 1. Sylv. 2. v. 11. Ipsa manu nuptam genitrix Aeneia ducit, Lumine demissam, et dulci probitate rubentem. Hôc nempe colore suorum … Hofmann J. Lexicon universale